γυναικολογώ

γυναικολογώ
(-άω)
1. μιλώ με τρόπο που ταιριάζει σε γυναίκα
2. συζητώ για γυναίκες και μάλιστα για ερωτικές υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυναίκα + -λογώ (< -λόγος < λόγος < λέγω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”